- νενοσηκότος
- νοσέωto be sickperf part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννοσώ — έω Α νοσώ κι εγώ («ἐκ νενοσηκότος τοῡ δέρματος καὶ ἡ θρὶξ συννοσεῑ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek